Τού σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα
«Δεν μπορώ να πω πως ο Ντοστογιέφσκι ήταν καλός η ευτυχισμένος άνθρωπος...
Ήταν κακός, διεφθαρμένος και γεμάτος ζήλεια. Όλη του τη ζωή ήταν θύμα του πάθους, που θα τον είχε κάνει γελοίο και δυστυχισμένο, αν ήταν λιγότερο έξυπνος και λιγότερο κακός. Στην Ελβετία, μπροστά στα μάτια μου, φέρθηκε τόσο άσχημα στον υπηρέτη του, που ο άνθρωπος επαναστάτησε και του είπε: «μα κι εγώ είμαι άνθρωπος».
Θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκαναν αυτά τα λόγια... Ειπωμένα σε κάποιον που πάντα δίδασκε το αίσθημα της ανθρωπιάς στην υπόλοιπη ανθρωπότητα».
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Στράχοβ, έναν άνθρωπο που γνώριζε καλά τον Ντοστογιέφσκι (βλέπε Gerarld Abraham, Dostoyevski) στηρίζονται όμως σε μια παρεξήγηση: ο Ντοστογιέφσκι ποτέ δεν θέλησε να διδάξει στην ανθρωπότητα την καλοσύνη και την ανθρωπιά.
Ο Ντοστογιέφσκι δεν υπήρξε ποτέ ηθικολόγος, αντίθετα, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι συνειδητά και συστηματικά σε όλο του το έργο δεν έκανε τίποτε άλλο από το να μάχεται την Ηθική σε βαθμό προκλητικό. Αλλά ας μη σπεύσουμε να συμπεράνουμε από αυτό ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν κήρυκας του αμοραλισμού.
Ο Ντοστογιέφσκι είχε το πάθος της αλήθειας. Είχε τη δύναμη να διεισδύσει στην ανθρώπινη συμπεριφορά και να μας αποκαλύψει με τον πιο δραματικό και συγχρόνως πειστικό τρόπο ότι αυτό που η Ηθική μας παρουσιάζει σαν «ηθικό» δεν είναι ποτέ αμιγώς «καλό», και ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να εξαλείψει το κακό με την Ηθική, αφού κανένας απολύτως δεν μπορεί να είναι αμιγώς καλός. Επιπλέον, σε όλο του το έργο δεν έπαυσε να διακηρύττει ότι στο που μετράει στην ανθρώπινη ύπαρξη και συμπεριφορά δεν είναι η ηθική, αλλά η ελευθερία, και πως μόνον ό,τι είναι ελεύθερο είναι αληθινά καλό.
Αυτό που θέλει να πει στους ανθρώπους ο Ντοστογιέφσκι είναι ότι η διάκριση των ανθρώπων σε «καλούς» και «κακούς» είναι βασισμένη σε ένα ψέμα και ότι ο μόνος τρόπος να νικηθεί το κακό είναι να το πάρει κανείς ελεύθερα επάνω του. Ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι αμοραλιστής, αφού δεν παύει να περιγράφει το κακό ως τραγικότητα και συμφορά για τον άνθρωπο. Είναι όμως αντιμοραλιστής, διότι πιστεύει βαθιά ότι η Ηθική δεν μπορεί να οδηγήσει ποτέ στη λύτρωση του ανθρώπου από το κακό.
Στην ομιλία αυτή θα προσπαθήσω, στον λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, να αναλύσω τη θέση αυτή επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε δύο κυρίως σημεία: α) στο πρόβλημα του καλού και του κακού και β) στο θέμα της ελευθερίας. Θα προσπαθήσω στο τέλος να κάνω μια θεολογική αποτίμηση της θέσεως του Ντοστογιέφσκι έναντι του προβλήματος της ηθικής.
Το πρόβλημα του καλού και του κακού
Η έννοια της Ηθικής στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ καλού και κακού ήδη από την εποχή του Σωκράτη, που θεωρείται ιδρυτής της. «Όπως ορίζεται σε όλα τα σύγχρονα λεξικά, «η γενική μελέτη του καλού και η γενική μελέτη της ορθής πράξεως αποτελούν το κύριο έργο της ηθικής» (The Cambridge Dictionary of Philosophy, 1955, σ. 244). Χωρίς τη διάκριση καλού και κακού η έννοια της ηθικής καταρρέει.
Η διάκριση αυτή παίρνει συνήθως δύο μορφές. Η μία είναι ο χαρακτηρισμός των πράξεων ή τών αισθημάτων, κινήτρων, διαθέσεων κ.λπ. Ως καλών ή κακών. Εάν κάποιος αγαπά, έμπρακτα ή στις διαθέσεις ή προθέσεις του, πρόκειται για κάτι «καλό» -σύμφωνα με την κρατούσα ηθική πάντοτε- ενώ εάν μισεί πρόκειται για κάτι «κακό». Έτσι προκύπτουν οι γενικές αρχές της ηθικής, ανάλογα πάντοτε με τις πολιτισμικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές κ,λπ. Προϋποθέσεις κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας.
Η άλλη μορφή, που παίρνει η διάκριση καλού και κακού, είναι ο χαρακτηρισμός των προσώπων ως καλών ή κακών. Στην αγγλοσαξονική ηθική των νεωτέρων χρόνων, η οποία επέδρασε και στη νοοτροπία και τον πολιτισμό και των δικών μας κοινωνιών, αυτή η μορφή διακρίσεως μεταξύ καλών και κακών ανθρώπων οδήγησε στην εμφάνιση της έννοιας του χαρακτήρος. Ο «χαρακτήρας» (character) είναι το υποκείμενο επάνω στο οποίο είναι «χαραγμένες» ορισμένες ηθικές ιδιότητες, καλές ή κακές, δηλαδή το υποκείμενο της ηθικής. Η έννοια του χαρακτήρος εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην τέχνη, και μάλιστα στη λογοτεχνία, το μυθιστόρημα, το θέατρο κ.λπ. (λέμε, π. χ. , «οι χαρακτήρες» για τους ήρωες ενός λογοτεχνικού έργου).
Τόσο στο επίπεδο των γενικών αρχών της ηθικής όσο και σε εκείνο των χαρακτήρων, ο Ντοστογιέφσκι αρνείται επίμονα τη διάκριση μεταξύ «καλού» και «κακού», δηλαδή αρνείται την ίδια τη βάση της ηθικής.
Στο επίπεδο των γενικών αρχών ο Ντοστογιέφσκι θεωρεί την αγάπη ως την ύψιστη ηθική αξία: «Το κυριότερο πράγμα είναι να αγαπάς τους άλλους σαν τον εαυτό σου, αυτό είναι το παν, τίποτε άλλο δεν χρειάζεται», έγραφε κάποτε. Κι όμως είναι αδύνατο να τη διαχωρίσει από το μίσος. Γράφει χαρακτηριστικά στο Υπόγειο, ένα από τα πρώιμα και συγκλονιστικά του έργα: «Επήγα τόσο μακριά ώστε να φθάσω στο βέβαιο συμπέρασμα πως κυριολεκτικά η αγάπη συνίσταται στο παράξενο δικαίωμα να τυραννάς εκείνον που αγαπάς. Στα ονειροπολήματά μου κάτω στο υπόγειο φανταζόμουν τον έρωτα σαν μια πάλη που αρχίζει από το μίσος και καταλήγει στην ηθική υποταγή». Γι’ αυτό, το παράξενο συμπέρασμα είναι για τον Ντοστογιέφσκι η καταπληκτική αλήθεια που την διατυπώνει με το παράπονο: «Στο μίσος μου για τους ανθρώπους της γης μας υπάρχει πάντοτε μια νοσταλγική αγωνία: γιατί να μην μπορώ να τους μισώ χωρίς να τους αγαπώ;... Και στην αγάπη μου γι' αυτούς μέσα ήταν μια νοσταλγική θλίψη: γιατί να μην μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ;».
Τα λόγια αυτά έρχονται σαν οδοστρωτήρας να γκρεμίσουν κάθε σαφή διάκριση μεταξύ καλού και κακού, ακόμη και στο επίπεδο της πιο μεγάλης ηθικής αξίας, που είναι και για τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι η αγάπη. Τι να πει κανείς πλέον για τις άλλες ηθικές άξιες, που είναι σχετικές και μεταβάλλονται από εποχή σε εποχή; Το καλό και το κακό δεν αποσυνδέονται, δεν χωρίζουν, με τίποτε.
Αυτό ισχύει για τον Ντοστογιέφσκι όχι μόνο στο επίπεδο των ηθικών αξιών, αλλά και των προσώπων. Όλοι οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι είναι συγχρόνως καλοί και κακοί. Η έννοια του ηθικού «χαρακτήρος» είναι στον Ντοστογιέφσκι ανύπαρκτη. Δεν έχομε παρά να σταθούμε στο πιο σημαντικό και εκτενές έργο του, τους Αδελφούς Καραμάζοβ, που περικλείει μια μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τους ψυχολογικούς τύπους: από το γέρο παραλυμένο πατέρα Καραμάζοβ ως τον ασκητικό γιο του Αλιόσα, τον άλλο γιο Ιβάν τον εγκεφαλικό άθεο ως τον μοναχό Ζωσιμά, τη μαζοχίστρια Λιζαβέτα ως την σαρκική Γκρούσενκα. Αφορμή για να ξετυλιχθεί το έργο είναι οι παράξενες συνθήκες της δολοφονίας του γερο-Καραμάζοβ, που αποδεικνύει ότι ηθικά ένοχοι είναι σχεδόν όλοι οι γιοι του, όχι μόνο ο πραγματικός δολοφόνος, αλλά και εκείνοι, που, ενώ είναι de facto αθώοι, έχουν αφήσει την καρδιά τους να αναπτύξει εγκληματικές προθέσεις.
Στο έργο αυτό σχεδόν κάθε κύριο πρόσωπο διαπράττει κάποιο έγκλημα, αν όχι στην πράξη, πάντως στη σκέψη. Ακόμα και ο Αλιόσα δεν είναι άμοιρος ενοχής, αφού δεν κατάφερε να αποτρέψει ή να προλάβει το έγκλημα. Για τον Ντοστογιέφσκι το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά βαθύτατα υπαρξιακό. Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, είναι ένα μείγμα πανουργίας και απλότητας, αγνότητας και φιληδονίας, καλοσύνης και κακότητας.
Ο Ντιμίτρι λέει: «Ήμουν ένας παλιάνθρωπος, κι όμως αγαπούσα τον Θεό... Το καλό και το κακό βρίσκονται σε μια τερατώδη συνύπαρξη μέσα στον άνθρωπο». Ο Μέγας Ιεροεξεταστής εντυπωσιάζεται από αυτή την αντιφατικότητα των ανθρώπων: διεφθαρμένοι άνθρωποι είναι συχνά καλοσυνάτοι, εγκληματίες είναι τρυφεροί και αισθηματικοί, πουριτανοί και ηθικιστές είναι σκληροί και άσπλαχνοι, όλοι είναι εξίσου ικανοί για το κακό και για το καλό.
Η διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος είναι κακός συγχρόνως και καλός, καταργεί την Ηθική και εμφανίζει τον Ντοστογιέφσκι ως μηδενιστή: αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, δεν θεραπεύεται με τίποτε, το κακό διαποτίζει το καλό, το μη είναι διατρέχει την ύπαρξη. Έτσι ο Νίτσε θα βρει στο πρόσωπο του Ντοστογιέφσκι τον μεγάλο του δάσκαλο, τον Προφήτη του μηδενισμού του.
Αλλά εδώ πρέπει να σταθούμε με προσοχή. Είναι ο Ντοστογιέφσκι πράγματι μηδενιστής; Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της αντί-ηθικιστής ανθρωπολογίας του;
Η πρώτη σημαντική παρατήρηση είναι ότι ο Ντοστογιέφσκι καταρρίπτοντας την ηθική, που διακρίνει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, κλονίζει την υπεροψία του ουμανισμού, ο οποίος πιστεύει ότι με την ηθική μπορεί να εξαλείψει το κακό από τον κόσμο. Με τον τρόπο αυτόν ο Ντοστογιέφσκι θεολογεί πατερικά: η σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθει από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά μόνον από τον Θεό.
Δεύτερον, αναγνωρίζοντας σε κάθε άνθρωπο τη συνύπαρξη του καλού με το κακό, ο Ντοστογιέφσκι καλεί όλους να αποφεύγουν την κατάκριση των άλλων ανθρώπων και να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον και τη φροντίδα τους στις δικές τους αμαρτίες. Έτσι αποκτούν συγχρόνως τη μετάνοια και την αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι κινείται έτσι στο πνεύμα του ευαγγελίου αλλά και των νηπτικών πατέρων («δος μοι, Κύριε, το οράν τα εμού πταίσματα και μη κατακρίνει τον αδελφών μου» ευχή Αγίου Εφραίμ).
Τρίτον, και σπουδαιότερο, το μείγμα καλού και κακού, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, δεν οδηγεί απαραίτητα στον μηδενισμό. Είναι αποκαλυπτικά όσα περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι για τον ήρωα του έργου του Το όνειρο ενός Γελοίου ανθρώπου. Εκεί ο ήρωας του έργου, διαπιστώνοντας ότι όλα στη ζωή του ανθρώπου είναι μείγμα αντιθέσεων (καλού κακού, λογικού παραλόγου κ.λπ. ), πληγώνεται βαθιά και κλονίζεται η πίστη του στην ίδια την ύπαρξη: «Έξαφνα νιώθω», λέει, «πως μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε, ή αν ποτέ δεν υπήρξε τίποτε, άρχισα να αισθάνομαι με όλο μου το είναι πως δεν υπήρχε τίποτε. Στην αρχή νόμισα πως πολλά πράγματα είχαν υπάρξει στο παρελθόν, αλλά μετά κατάλαβα πως ούτε και στο παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ τίποτα, μα πως μόνο μου είχε φανεί πως υπήρχε, για κάποιο λόγο. Σιγά - σιγά κατάλαβα πως ούτε και στο μέλλον θα υπάρχει τίποτα».
Αυτός ο μηδενισμός δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ο ήρωας του έργου αποφασίζει πράγματι να σκοτωθεί. Αλλά, εκεί που πήγαινε να πραγματοποιήσει το σχέδιο του, ένα κοριτσάκι τρεμάμενο και τρομαγμένο, που για κάποια αιτία βρισκόταν σε απόγνωση, του ζήτησε βοήθεια, και ο «γελοίος άνθρωπος» αλλάζει σχέδιο. Αυτό που τον κάνει να βρει νόημα στην παράλογη, κατά τα άλλα, ύπαρξη είναι η συνάντηση του Άλλου. Ο Άλλος είναι αυτός που δίνει την υπέρβαση του μηδενισμού. Ο Ντοστογιέφσκι μας φέρνει στο χείλος του γκρεμού, αλλά δεν μας αφήνει στο κενό. Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η ύπαρξη του Άλλου.
Αυτή η ύπαρξη του Άλλου, που δίνει νόημα στην ύπαρξη, δεν είναι ούτε οι αρετές ούτε οι κακίες του Άλλου, δηλαδή η ηθική -είναι αυτή και μόνο η ύπαρξή του. Ηθικά, ο Άλλος είναι ένα παράλογο, ένα μείγμα αντιθέσεων καλού και κακού. Θα ήταν γελοίο να τον προσεγγίσουμε ως ηθική υπόσταση. Μόνον η ύπαρξή του, γυμνή από κάθε ηθική ιδιότητα, δίνει νόημα και στη δική μας ύπαρξη. Αν αξίζει να υπάρχουμε, να μην αυτοκτονήσουμε, να μη γελοιοποιηθούμε, είναι γιατί υπάρχει ο Άλλος.
Αλλά για τον Ντοστογιέφσκι ο Άλλος, όπως εμφανίζεται στο Όνειρο ενός Γελοίου, δεν είναι απλώς μια υπόσταση, ένα ον. Είναι μια ύπαρξη που υποφέρει. Αυτό είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό του ντοστογιεφσκικού υπαρξισμού. Η υπέρβαση του μηδενισμού, αυτό που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, είναι για τον Ντοστογιέφσκι η αποδοχή της οδύνης. Για τον Ντοστογιέφσκι υπάρχει μία και μόνη επιλογή αντί της αυτοκτονίας για τον άνθρωπο. Την εκφράζει ο Ιβάν Καραμάζοβ με το δίλημμα: ή τον σταυρό ή την αγχόνη. «Αύριο», λέει, «το σταυρό μα όχι το ικρίωμα. Όχι, δεν θα κρεμαστώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να αυτοκτονήσω». Και όπως λέει ο διάβολος στον Ιβάν, «οι άνθρωποι υποφέρουν, αλλά ζουν, ζουν μια ζωή πραγματική, όχι φανταστική, γιατί το να υποφέρεις είναι ζωή».
Για τον Ντοστογιέφσκι η οδύνη και το πάθος έχουν μεταφυσικό περιεχόμενο, υπάρχει μια «μεταφυσική της οδύνης». Ο Ρασκόλνικοβ στο Έγκλημα και Τιμωρία γονατίζει μπροστά στη Σόνια και της φιλάει τα πόδια λέγοντας: «Γονάτισα όχι μπροστά σου, αλλά μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα που υποφέρει». Και ο Ζωσιμάς εξηγεί το ότι γονάτισε μπροστά στον Ντιμίτρι Καραμάζοβ με τα λόγια: «γονάτισα χθες μπροστά στα όσα πρόκειται να υποφέρει (ο Ντιμίτρι)».
Αυτή η «μεταφυσική της οδύνης» δημιουργεί ένα ερώτημα: μήπως τελικά για τον Ντοστογιέφσκι ο Σταυρός είναι το έσχατο, το ύψιστο αγαθό; Μήπως έχομε μια «ηθική του Σταυρού», στην οποία η οδύνη εσχατολογοποιείται, γίνεται η ίδια μέρος της Βασιλείας του Θεού η ακόμα και της ίδιας της ζωής της Αγίας Τριάδος, κάτι σαν τον «Πάσχοντα Θεό» του Moltmann; Μια τέτοια τάση φαίνεται να υπάρχει στη ρωσική παράδοση και να είναι ίσως μέρος της ίδιας της ρωσικής ψυχής. Το βλέπομε αυτό στη θεολογική σκέψη του Μπουλγκάκοβ ή ακόμα και του μακαριστού Γέροντα Σωφρονίου του Essex. Είναι άραγε αυτό αληθινό και για τον Ντοστογιέφσκι;
Άλλοι, βαθύτεροι γνώστες του Ντοστογιέφσκι, θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό. Προσωπικά, έχω τη γνώμη ότι, ενώ ο Σταυρός και η οδύνη είναι για τον Ντοστογιέφσκι η μόνη, αληθινή και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, το μόνο αντίδοτο στη γελοιότητα της ηθικής που αγνοεί το παράλογο της συνύπαρξης μέσα στον ίδιο άνθρωπο του καλού και του κακού, εντούτοις δεν είναι για τον Ρώσο συγγραφέα το έσχατο μεταφυσικό αγαθό. Το έσχατο μεταφυσικό αγαθό είναι γι’ αυτόν η υπέρβαση της οδύνης, όχι η οδύνη καθαυτή. Ο Σταυρός είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα στην ύπαρξη, αλλά όχι και η έσχατη.
Στο τέλος του τμήματος που επιγράφεται: «Οι δοκιμασίες μιας ψυχής» στους αδελφούς Καραμάζοβ, ο Ντιμίτρι βλέπει ένα τρομερό όνειρο. Στα κατάλοιπα ενός καμένου χωριού μια χωρική γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει και να σωθεί, και δίπλα της ένα βρέφος που υποφέρει από την πείνα προσπαθεί να θηλάσει από το ξερό στήθος της μητέρας του. Τότε ο Ντιμίτρι, γράφει ο Ντοστογιέφσκι, «αισθάνθηκε ένα αίσθημα οίκτου, που ποτέ άλλοτε δεν το είχε νιώσει, να ανεβαίνει στην καρδιά του, να θέλει να κλάψει, να κάνει κάτι για όλους αυτούς, έτσι ώστε το βρέφος να μην κλαίει πια, η μαύρη και κάτισχνη μάνα του να μη δακρύζει, να μην υπάρχουν πια απ' εδώ και πέρα δάκρυα». Έτσι ο Ντοστογιέφσκι οραματίζεται το έσχατο αγαθό πέρα από την οδύνη. Ο Σταυρός πρέπει να ξεπεραστεί από την ανάσταση. Δεν έχει θέση στη Βασιλεία τού Θεού ο πόνος. Η αγάπη αγκαλιάζει την οδύνη, όχι για να της δώσει μεταφυσικό περιεχόμενο, αλλά για να τη μετατρέψει σε χαρά. Ο Ντοστογιέφσκι δεν το λέγει, αλλά το υπονοεί: η Θεία ευχαριστία είναι πρόγευση της χαράς, όχι της λύπης -ούτε καν της χαρμολύπης.
Είπαμε ότι οι ήρωες τού Ντοστογιέφσκι είναι μείγμα καλού και κακού και ότι μάταια θα αναζητούσαμε ανάμεσά τους τον ηθικά τέλειο. Η οδύνη είναι η μόνη αλήθεια που με την αποδοχή της, ιδιαίτερα στο πρόσωπο τού Άλλου, υπερβαίνομε το μηδενισμό και καταλαβαίνομε ότι αξίζει να υπάρχομε. Άλλα πέρα από όλα αυτά, εκείνο που δίνει νόημα στην ύπαρξη είναι η ανάσταση.
«Ώστε στ' αλήθεια λέει η θρησκεία πως όλοι μας θα σηκωθούμε από τους νεκρούς και θα ξαναζήσουμε και θα ξαναδούμε πάλι ο ένας τον άλλο;
»Το δίχως άλλο θ' αναστηθούμε... Και χαρούμενα, εύθυμα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλο όσα γίνανε... Απάντησε ο Αλιόσα.
— Αχ πόσο όμορφα θα είναι τότε, ξέφυγε του Κόλια.
— Και τώρα λοιπόν ας τελειώσουμε τους λόγους κι ας πάμε στο τραπέζι της παρηγοριάς... Να μας τώρα που πηγαίνουμε χέρι με χέρι».
Η ανάσταση, το τραπέζι της ευχαριστίας, η κοινωνία της αγάπης -να το ύψιστο αγαθό για τον Ντοστογιέφσκι. Αυτό είναι το αποκορύφωμα τού τελευταίου, τού πιο μεγάλου έργου του. Ίσως αν ζούσε περισσότερο, να μας περιέγραφε τη Βασιλεία με την ίδια γλαφυρότητα που μας περιέγραψε το Σταυρό στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Περιοδικό "Νέα Ευθύνη" τ. 3 Ιανουάριος 2011